L.PROUD: Τα παράδοξα των ψηφιακών τραπεζών.

του LIAM PROUD

Ο Νικ Στορόνσκι άλλαξε τελείως την αντίληψη των επενδυτών σχετικά με την αξία που θα μπορούσε να έχει μία τράπεζα. Ο Ρώσος ιδρυτής της Revolut, μιας από τις πιο δυναμικά ανερχόμενες Fintech παγκοσμίως, δημιούργησε ένα ψηφιακό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, το οποίο αξιολογείται σε πολλαπλάσιο των μελλοντικών της εσόδων, και όχι βάσει της χρηματιστηριακής της αξίας, όπως οι ανιαρές τράπεζες.

Η Revolut και άλλες τράπεζες αντίστοιχης μορφής, για παράδειγμα η Monzo, η N26 και η Starling Bank, αντιμετωπίζουν την εξής δυσκολία: όσο εξελίσσονται οφείλουν να διατηρούν αυτή τη διάκριση.

Η Revolut, η οποία έχει έδρα το Λονδίνο, ανακοίνωσε χθες ότι εξασφάλισε χρηματοδότηση 500 εκατ. δολαρίων και η αξία της ανήλθε στα 5,5 δισ. δολάρια.

Η αξία είναι περίπου τρεις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με την προηγούμενη φορά που ζήτησε χρηματοδότηση από τους επενδυτές, τον Απρίλιο του 2018. Ακόμη και έτσι, η αξία των 550 δολαρίων για κάθε έναν από τους 10 εκατ. πελάτες της είναι περίπου η μισή σε σχέση με την αντίστοιχη της Monzo και της N26, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία τους.

Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την αξία της Revolut, κοιτάζοντας τα παλαιότερα οικονομικά της αποτελέσματα. Η τράπεζα του Στορόνσκι παρουσίασε έσοδα ύψους μόλις 76 εκατ. δολαρίων το 2018, κατά κύριο λόγο μέσω προμήθειας που παίρνει σε κάθε χρήση της κάρτας πληρωμών από τους πελάτες της.

Αν υποθέσει κανείς ότι οι πωλήσεις της τετραπλασιάστηκαν πέρυσι, όπως άλλωστε έγινε το 2018, τότε η αξία της Revolut ανέρχεται σε 16 φορές τα έσοδά της. Ο Στορόνσκι και οι ανταγωνιστές του με αντίστοιχες μορφές τραπεζών έχουν πείσει τους επενδυτές ότι πρέπει να εστιάζουν στο λαμπερό μέλλον.

Tο κόστος της διαχείρισης ενός ψηφιακού λογαριασμού είναι χαμηλό – περίπου 39 δολάρια ανά χρήστη κάθε έτος, σύμφωνα με υπολογισμούς του Breakingviews, που βασίζονται στην ετήσια έκθεση της Revolut από το 2018. Το κόστος είναι πολύ πιθανό να μειωθεί όσο η εταιρεία εξελίσσεται, ανοίγοντας τον δρόμο για την κερδοφορία.

Η Revolut προωθεί τη χρήση λογαριασμών με μεγαλύτερα προνόμια, οι οποίοι μπορεί να κοστίσουν έως και 200 δολάρια τον χρόνο. Οι λογαριασμοί αυτοί προσφέρουν αλλαγή νομίσματος με χαμηλό κόστος, συναλλαγές μετοχών χωρίς προμήθεια και ταξιδιωτική ασφάλεια.

Οι αισιόδοξοι επενδυτές προβλέπουν ταχύτατη ανάπτυξη στη ζήτηση τέτοιων υπηρεσιών και ότι τα έσοδα θα αυξηθούν σε αντίστοιχο ρυθμό με αυτά των τεχνολογικών εταιρειών.

Η πραγματικότητα αυτή τη στιγμή είναι πιο δύσκολη. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της εταιρείας συμβούλων και διαχείρισης δεδομένων Accenture, ο μέσος πελάτης στις βρετανικές ψηφιακές τράπεζες είχε στον λογαριασμό του μόλις 260 λίρες το δεύτερο εξάμηνο του 2019, δηλαδή 25% λιγότερα χρήματα σε σχέση με τους πρώτους έξι μήνες του περασμένου έτους. Είναι δύσκολο να βγάλει κανείς χρήματα από πελάτες οι οποίοι χρησιμοποιούν τα χρήματά τους μόνο για να αγοράσουν καφέ.

Πρόκειται για έναν από τους λόγους για τους οποίους η Revolut, η Monzo και άλλες εταιρείες προσπαθούν να εισχωρήσουν στον παραδοσιακό τραπεζικό κλάδο. Εκπρόσωποι της εταιρείας δήλωσαν χθες ότι η Revolut θα αξιοποιήσει ένα μέρος των εσόδων για να αυξήσει τις συναλλαγές της με εταιρείες και με πελάτες από τον κλάδο των λιανικών πωλήσεων.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενδεχομένως να πραγματοποιήσει τους στόχους της σχετικά με τα έσοδα, αλλά θα αποθαρρύνει τους επενδυτές της, οι οποίοι την αξιολογούν με πιο αισιόδοξα κριτήρια.

Πηγή: kathimerini.gr / REUTERS BREAKINGVIEWS