Οι κεντρικοί τραπεζίτες στην παγίδα της μόχλευσης.

 

του Joe Rennison

Οι κεντρικοί τραπεζίτες για χρόνια προειδοποιούσαν για τους κινδύνους του υπερβολικού εταιρικού χρέους. Όμως η λύση τους για τη φετινή καταιγίδα του κορωνοϊού στις χρηματαγορές, οδήγησε σε ακόμα περισσότερο τέτοιο χρέος.

Πρόκειται για την παγίδα της χάραξης της μετά-2008 πολιτικής, αλλά και της τωρινής μετά-πανδημίας χάραξης πολιτικής. Για να αποσοβηθεί μια κρίση χρέους, οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής δημιουργούν συνθήκες που επιτρέπουν στις εταιρείες να δανειστούν ακόμα περισσότερα, αυξάνοντας την δυνητική σοβαρότητα της επόμενης κρίσης.

Κανένας κεντρικός τραπεζίτης δεν θέλει να ενθαρρύνει τον υπερβολικό δανεισμό, όμως, ομοίως, κανένας κεντρικός τραπεζίτης δεν θέλει να στέκεται στο περιθώριο την ώρα που οι εταιρείες χρεοκοπούν, αυξάνοντας την ανεργία και καταπνίγοντας την οικονομική ανάπτυξη.

«Η επιλεγμένη λύση για μια κρίση χρέους, είναι περισσότερο χρέος», δήλωσε ο credit strategist της Bank of America, Hans Mikkelsen. «Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Δεν μπορείς να το μειώσεις εκτός και αν μπορείς να δημιουργήσεις ένα τεράστιο ποσό οικονομικής ανάπτυξης για να το αντισταθμίσει. Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν κάτι».

Ο κίνδυνος τώρα είναι να υπάρξει ένα σοβαρό κώλυμα στην οικονομική ανάκαμψη από τον ιό. Αν συμβεί αυτό, τότε το επιπλέον ρευστό που δανείζονται οι επιχειρήσεις που αναμένουν ότι τα κέρδη τους θα αυξηθούν και πάλι σύντομα, μπορεί να αποδειχθεί υπερβολικά λίγο για να μπορέσουν να περάσουν με ασφάλεια στην αντίπερα όχθη. Και τώρα, έχουν πολύ περισσότερο χρέος να χειριστούν.

Μέχρι στιγμής από την αρχή του  έτους έχουν εκδοθεί περισσότερα εταιρικά ομόλογα σε αμερικανικό δολάριο απ’ ότι ολόκληρο το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του Refinitiv. Περισσότερο χρέος λήγει το επόμενο έτος απ’ όσο ποτέ άλλοτε. Και η μόχλευση αυξάνεται. Η αναλογία καθαρού χρέους/EBITDA των εταιρειών με κορυφαία αξιολόγηση -ένα κοινό μέτρο για τη στάθμιση των επιχειρηματικών χρεών- ξεπέρασε το 2,4x στο τέλος του β’ τριμήνου, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ στα δεδομένα της BofA των τελευταίων 19 ετών. Οι αναλυτές της τράπεζας προβλέπουν πως θα κορυφωθεί στο 3,2x στο τέλος του τρέχοντος έτους.

Ακόμα και αν η ανάκαμψη έχει διάρκεια, το αυξανόμενο βάρος του χρέους των επιχειρήσεων περιορίζει το περιθώριο των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής να αυξήσουν τα επιτόκια, υπό τον φόβο μήπως αυξήσουν δραματικά τα κόστη αναχρηματοδότησης. «Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα επανέλθουν και θα παραπονεθούν για την εταιρική μόχλευση σε λίγα χρόνια, όμως θα είναι κυρίως δικό τους δημιούργημα αυτό», σχολίασε ο κ. Mikkelsen.

Το έχουμε ξαναζήσει αυτό. Για να ενισχύσει την προβληματική οικονομία μετά την χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, η Fed μείωσε δραματικά τα επιτόκια και εφάρμοσε ποσοτική χαλάρωση -αγοράζοντας κρατικό χρέος και ενυπόθηκα ομόλογα- πιέζοντας τους επενδυτές να αναζητήσουν συγκριτικά υψηλότερες αποδόσεις σε τίτλους υψηλότερου κινδύνου όπως τα εταιρικά ομόλογα.

Αυτό κατέστησε φθηνό τον δανεισμό για τις επιχειρήσεις. Ο συνολικός αριθμός των αμερικανικών εταιρικών ομολόγων σε κυκλοφορία διπλασιάστηκε την δεκαετία από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ξεπερνώντας τα 12 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία του Refinitiv.

Καθώς η Fed άρχισε σταδιακά να αυξάνει τα επιτόκια μετά την κατάρρευση εκείνη, άρχισε επίσης να προειδοποιεί για το χρέος των επιχειρήσεων. Κάθε έξι μήνες στην έκθεση χρηματοοικονομικής σταθερότητάς της αρχής γενομένης από τον Νοέμβριο του 2018, η κεντρική τράπεζα σημείωνε το αυξανόμενο εταιρικό χρέος και την προοπτική που είχε να επιδεινώσει μια κάμψη της οικονομίας. Τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, η διοικητής της Fed, Lael Brainard δήλωσε σε μια υποεπιτροπή του κογκρέσου πως «η υπερβολή στις αγορές εταιρικού χρέους θα μπορούσε να ενισχύσει τα δυσμενή σοκ και να συμβάλει στις απώλειες θέσεων εργασίας».

«Οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα στις πληρωμές όταν τα κέρδη μειωθούν απρόσμενα, και μπορεί να αντιδράσουν κάνοντας πίσω στην απασχόληση και τις επενδύσεις», ανέφερε σε έγγραφό της, που μοιάζει επίκαιρο λόγω του σοκ της Covid-19.

Μια τέτοια επιβράδυνση της δραστηριότητας, συνέχιζε, «μειώνει τη ζήτηση των επενδυτών για τίτλους υψηλότερου κινδύνου, αυξάνοντας έτσι τα spreads και πιέζοντας τις αποτιμήσεις. Καθώς συσσωρεύονται οι απώλειες των επιχειρήσεων και αυξάνονται οι καθυστερήσεις και αθετήσεις πληρωμών, οι τράπεζες είναι λιγότερο πρόθυμες ή ικανές να δανείσουν. Αυτή η δυναμική αυτοτροφοδοτείται, ενισχύοντας δυνητικά τα πτωτικά ρίσκα και μετατρέποντάς τα σε πιο σοβαρές χρηματοπιστωτικές πιέσεις ή σε μια κάμψη».

Τον Μάρτιο, φάνηκε πως αυτό συνέβαινε. Τα κέρδη έπεσαν απότομα, η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη, ο δανεισμός επιβραδύνθηκε καθώς οι τιμές των ομολόγων έκαναν «βουτιά», και ι επιχειρήσεις άρχισαν να κηρύσσουν χρεοστάσιο.

Τότε η Fed ανακοίνωσε πως θα επεκτείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσής της και θα αρχίσει να αγοράζει εταιρικά ομόλογα. Η επίπτωση ήταν άμεση. Χωρίς να κάνει ούτε μία αγορά, το σήμα της στήριξης από την κεντρική τράπεζα συνέτριψε τις αποδόσεις, ενίσχυσε τις τιμές και άνοιξε τις πύλες για τον ταχύτερο και μεγαλύτερο δανεισμό στην ιστορία.

Επιχειρήσεις από αεροπορικές εταιρίες μέχρι κρουαζιερόπλοια που βρέθηκαν στο χείλος της κατάρρευσης, μπόρεσαν να αντλήσουν ρευστό για να συνεχίσουν να κινούνται. Η πρόθεση της Fed ήταν να αποκαταστήσει τη λειτουργία των αγορών, όχι να σώσει προβληματικές εταιρείες, όμως το να ξεμπλέξει αυτά τα δύο δεν είναι εύκολο.

«Οι παρεμβάσεις πολιτικής μπορεί να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να αντέξουν μια περίοδο αδύναμων κερδών μέσω της έκδοσης νέου χρέους και της επέκτασης της υπάρχουσας πίστωσης», σημειώνεται στην τελευταία έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Fed, που δημοσιοποιήθηκε τον Μάιο. Αλλά πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις θα βγουν με ακόμα μεγαλύτερη μόχλευση, σημειώνεται, «υποδηλώνοντας πως τα ευάλωτα στοιχεία που πηγάζουν από τον επιχειρηματικό τομέα… είναι πιθανό να παραμείνουν αυξημένα για αρκετό καιρό.»

Χωρίς ανάπτυξη και πληθωρισμό για να αντισταθμιστεί η άνοδος των χρεών, η κεντρική τράπεζα, λένε οι αναλυτές, δεν έχει και πολλές άλλες επιλογές, από το να συνεχίσει έτσι, διασφαλίζοντας πως οι επιχειρήσεις μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν τα νέα τους χρέη.«Αν δεν μπορέσουν να το κάνουν αυτό, θα έχουμε μαζικές χρεοκοπίες και μεγάλη ύφεση», δήλωσε ο κ. Mikkelsen.

Πηγή: euro2day.gr / ft.com