Η ψηφιοποίηση μεταλλάσσει την αγορά εργασίας.

WERNER EICHHORST*

Τη δεκαετία του 2010 η συζήτηση μεταξύ των ακαδημαϊκών και των πολιτικών κύκλων για το μέλλον της εργασίας είχε ως βασικό άξονα τις τεχνολογικές αλλαγές και τις επικείμενες και δυνητικά ακόμη βαθύτερες επιπτώσεις της ψηφιοποίησης – ειδικότερα, τη στενότερη διασύνδεση της ψηφιακής τεχνολογίας και των διαδικασιών της εργασίας, αλλά και το τι θα απέμενε να διεκπεραιώσουν οι άνθρωποι. Σήμερα, έχοντας στην πράξη παρατηρήσει τι συμβαίνει, υπάρχει μια γενικότερη ομοφωνία στο ότι δεν θα επιφέρει η ψηφιοποίηση τη σχεδόν εξάλειψη της ανθρώπινης εργασίας, αν και θα κινδυνεύσουν επαγγέλματα και κλάδοι.

Παράλληλα, όμως, θα δοθεί η δυνατότητα δημιουργίας νέων επαγγελμάτων, ενώ θα διευρυνθούν επαγγέλματα τα οποία θα συμπληρώνουν την τεχνολογία παρά θα υποκατασταθούν από αυτήν. Ενόψει της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή, το μείζον θέμα είναι να ορίσουμε τις αλλαγές στην ανθρώπινη εργασία, οι οποίες θα την καταστήσουν πιο ανθεκτική και πιθανώς ελκυστικότερη με γνώμονα την ποιότητα, και στη συνέχεια να τις ενεργοποιήσουμε διαμέσου τεχνολογικών λύσεων.

Διαπιστώνουμε δομικές πιέσεις στα μεσαία επίπεδα τόσο των διοικητικών θέσεων εργασίας όσων κι εκείνων στη μεταποίηση. Και αν και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι θεσμικά προστατευμένες σε σύγκριση με άλλα κράτη, χαρακτηρίζονται από εργασίες παρόμοιες και επαναλαμβανόμενες πέραν του μέσου όρου, οπότε δυνητικά θα μπορούσαν να αυτοματοποιηθούν. 

Τα πράγματα είναι διαφορετικά στον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών, όπου είναι διαδραστικές, χειρωνακτικές και εντόπιες, οπότε δύσκολα αυτοματοποιούνται. Η δε προσφορά εργασίας εκεί δεν είναι μικρή. Αυτές οι δραστηριότητες λιγότερο απειλούνται από την ψηφιοποίηση, αλλά και λιγότερο συμπεριλαμβάνονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, οπότε εκεί η κρατική παρέμβαση έχει να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο. Λόγου χάριν, θα μπορούσε αυτή η παρέμβαση να συνίσταται σε έναν ελάχιστο μισθό ή σε περιορισμούς στην προσωρινή εργασία αλλά και σε επανακατάρτιση μέσω κρατικών προγραμμάτων.Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται οι πιο προνομιούχοι εργαζόμενοι με την υψηλή εξειδίκευση, των οποίων τα καθήκοντα δεν μπορούν να αυτοματοποιηθούν παρά τα συνεχή τεχνολογικά επιτεύγματα, ενώ έχουν σε ατομική βάση τη δυνατότητα προσαρμογής και αλλαγών μέσα στον χρόνο. Αυτές οι θέσεις, που απαιτούν αναλυτικές ικανότητες, είναι διαδραστικές και δημιουργικές, αναπτύσσονται συνεχώς, προσφέροντας ολοένα και περισσότερες εναλλακτικές σε ανθρώπους με ανάλογα προσόντα. Παράλληλα, σωρεύουν έσοδα, αυξάνοντας τα μεσαία εισοδήματα –όχι πάντα τα υψηλά– και αναβαθμίζοντας την ποιότητα της εργασίας. Το αντάλλαγμα είναι οι απαιτήσεις συγκεκριμένων προδιαγραφών και η ένταση εργασίας.

Η πανδημία αποδείχθηκε πιο δυσμενής από την τεχνολογική αλλαγή, διότι η τελευταία συντελείται σταδιακά. Η ασθένεια, αντιθέτως, προκάλεσε απροσδόκητους κραδασμούς, με ριζικές συνέπειες σε κλάδους που ανέκαθεν δημιουργούσαν θέσεις εργασίας. Εξ ου και αλληλεπιδρά με την ψηφιοποίηση, θέτοντας εν αμφιβόλω διάφορες τάσεις και φέρνοντας στο προσκήνιο χρόνιες αδυναμίες. Και αυτό κυρίως ισχύει για τομείς με υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης, όπως οι δημιουργικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Εκεί έχουμε σημαντική ανάπτυξη της απασχόλησης, διότι η εργασία δεν επιδέχεται αυτοματοποίηση, αλλά και μεγάλη διαφοροποίηση εισοδημάτων και ανομοιογενή κοινωνική προστασία –στην καλύτερη περίπτωση– με ελάχιστη ενσωμάτωση στο κοινωνικό κράτος.

Αυτοί οι πολύ ορατοί και εύκολα αντιληπτοί ως προς τη λειτουργία τους κλάδοι τώρα στηρίζονται σε μέτρα συγκεκριμένου σκοπού. Η πολιτική από εδώ και μπρος οφείλει να διευκολύνει την ισότιμη πρόσβαση όλων στο προνοιακό σύστημα. Χρειαζόμαστε ενίσχυση της προσαρμοστικότητας επιχειρήσεων και εργαζομένων όταν μια δουλειά εκπίπτει και τα επιχειρηματικά μοντέλα δεν αποδίδουν, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία, στον τουρισμό και στην οργάνωση εκδηλώσεων. Και αυτό σημαίνει εκσυγχρονισμός των δεξιοτήτων των εργαζομένων ή προετοιμασία τους για θετική μετάβαση σε νέα καθήκοντα. 
 
* Ο κ. Werner Eichhorst είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Οικονομικών Εργασίας ΙΖΑ και επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βρέμης.

Πηγή: kathimerini.gr