Η Fed θα σύρει την Ευρώπη στον δρόμο της μείωσης επιτοκίων.

*των Colby Smith (Νέα Υόρκη), Martin Arnold (Φρανκφούρτη) και Sam Fleming (Λονδίνο)

Οι κορυφαίοι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρώπης επέμειναν την Πέμπτη ότι είναι πολύ νωρίς για να χαλαρώσουν τις άμυνές τους αναφορικά με τον υψηλό πληθωρισμό, παρά την μεταστροφή-έκπληξη του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Τζέι Πάουελ, λίγες ώρες νωρίτερα.

Ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας εμφανίζονται αποφασισμένες να αντιταχθούν στις εικασίες περί μείωσης των επιτοκίων, οι διαμαρτυρίες τους κινδυνεύουν να «πνιγούν», καθώς οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι θα ακολουθήσουν τη Fed και θα δώσουν σήμα για μειώσεις στο κόστος δανεισμού το 2024.

«Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες μπορούν επί της αρχής να παρεκκλίνουν από τη Fed, αλλά το να το κάνουν με τρόπο που θα έχει σημασία για παρατεταμένη περίοδο, ιστορικά φαίνεται πως είναι δύσκολο να γίνει», δήλωσε ο Nathan Sheets, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος τώρα διευθύνει το τμήμα της παγκόσμιας μακροοικονομικής έρευνας στην PGIM Fixed Income.

«Αυτό που κάνει η Fed δίνει τον τόνο και αν η Fed κινηθεί προς πιο ήπια στάση, θα είναι πιο δύσκολο για τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες να παραμείνουν όσο επιθετικές ήταν».

Η στροφή της Fed έγινε με... πάταγο την Τετάρτη, προκαλώντας απότομη άνοδο των μετοχών και των ομολόγων, καθώς οι επενδυτές πανηγύρισαν τις προοπτικές να υπάρξει νωρίτερα κίνηση για μείωση του κόστους δανεισμού.

Τα σχόλια του Πάουελ έπιασαν πολλά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ απροετοίμαστα καθώς συγκεντρώνονταν στη Φρανκφούρτη την Πέμπτη, σύμφωνα με άτομο που συμμετείχε στις συζητήσεις. «Ήταν έκπληξη για πολλούς από εμάς», δήλωσε η πηγή αυτή, προσθέτοντας ότι μειώνοντας τις παγκόσμιες αποδόσεις των ομολόγων, η στροφή της Fed θα μπορούσε να επιβραδύνει τον ρυθμό με τον οποίο πέφτει ο πληθωρισμός. «Κάνει τη ζωή πιο δύσκολη».

Ενόψει της τελευταίας συνεδρίασης του έτους, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αναμενόταν σε γενικές γραμμές να παραμείνει σταθερή στο μακροχρόνιο μήνυμά της ότι η συζήτηση για μείωση των επιτοκίων ήταν πρόωρη, δεδομένων των αβέβαιων οικονομικών προοπτικών.

Αυτό άλλαξε όταν ο Πάουελ σηματοδότησε ότι θα μπορούσε το επόμενο έτος να εξετάσει το ενδεχόμενο μείωσης των επιτοκίων επειδή η Fed είχε συμπιέσει αρκετά τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%.

Οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Fed προέβλεψαν περικοπές ύψους 0,75 ποσοστιαίων μονάδων το 2024 και άλλης μιας πλήρους ποσοστιαίας μονάδα το 2025, ώστε να αντανακλάται η προσδοκία  εντονότερης πτώσης του πληθωρισμού τα επόμενα δύο χρόνια.

«Ο στόχος του Πάουελ και των συναδέλφων του είναι να αποτρέψουν το ενδεχόμενο η επιβράδυνση να εξελιχθεί σε ύφεση», δήλωσαν οι οικονομολόγοι της Citigroup. «Οι χαλαρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες μειώνουν -αλλά δεν απομακρύνουν- τους σημαντικούς καθοδικούς κινδύνους για την ανάπτυξη, με τίμημα την αύξηση του κινδύνου ανοδικής κίνησης του πληθωρισμού».

Αποκαλύπτοντας τις αποφάσεις τους για τα επιτόκια μία ημέρα αργότερα, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας κατέστησαν σαφές ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρες ότι ο επίμονος πληθωρισμός έχει νικηθεί. Και οι δύο κεντρικές τράπεζες άφησαν να εννοηθεί ότι ήθελαν περισσότερες αποδείξεις πως «ψυχραίνονται» οι αγορές εργασίας και ότι χαλαρώνουν οι πιέσεις στις τιμές, προτού εξετάσουν το ενδεχόμενο αλλαγής πολιτικής.

Η Τράπεζα της Αγγλίας ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνη για τον πληθωρισμό, αν και προέβλεψε αμετάβλητη ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο, τονίζοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού υπηρεσιών και μισθών από τις ΗΠΑ και την ευρωζώνη. Με τους πληθωριστικούς κινδύνους να είναι «ανοδικοί», η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής παρέμεινε πρόθυμη να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, ανέφερε.

«Η τράπεζα δεν φαίνεται να καθησυχάζεται από την υποχώρηση των πιέσεων στις τιμές στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη», δήλωσε η Ruth Gregory της Capital Economics, προσθέτοντας ότι η δήλωση της Τράπεζας της Αγγλίας «υποδηλώνει ότι θα ήταν ευτυχής να μειώσει τα επιτόκια μετά τη Fed και την ΕΚΤ».

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ απέκρουσε τις ερωτήσεις σχετικά με το πόσο σύντομα η ΕΚΤ θα υποχωρήσει, επιμένοντας ότι υπάρχει μια «σταθεροποίηση» μεταξύ της τελευταίας αύξησης τον Σεπτέμβριο και της πρώτης μείωσης και ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν θα μεταπηδήσουν αμέσως από τη μία στην άλλη.

Αλλά αυτό είναι ένα μήνυμα που οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ικανές να αγνοήσουν. Μετά την απόφαση της ΕΚΤ, οι αγορές swaps εξακολουθούσαν να προεξοφλούν περίπου έξι μειώσεις επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της μονάδας τόσο για τη Fed, όσο και για την ΕΚΤ το επόμενο έτος, και τουλάχιστον τέσσερις από την Τράπεζα της Αγγλίας.

Εάν η Fed άρχιζε να μειώνει τα επιτόκια, αυτό θα αύξανε την πίεση προς την ΕΚΤ να ακολουθήσει το παράδειγμά της, ωθώντας προς τα πάνω την αξία του ευρώ έναντι του δολαρίου, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών και μειώνοντας τις τιμές των εισαγωγών στην ευρωζώνη.

Από την άλλη πλευρά, ένα συνεχιζόμενο ράλι στις αγορές ομολόγων κατά την προετοιμασία για τη μείωση των επιτοκίων της Fed θα χαλάρωνε τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες, ενισχύοντας την ανάπτυξη και τις τιμές της ευρωζώνης και καθιστώντας τον πληθωρισμό πιο επίμονο.

«Δεν νομίζω ότι μόνο και μόνο επειδή η Fed μειώνει τα επιτόκια, αυτό θα ανάγκαζε την ΕΚΤ να ακολουθήσει», δήλωσε ο Dirk Schumacher, πρώην οικονομολόγος της ΕΚΤ που τώρα εργάζεται στη γαλλική τράπεζα Natixis. «Η ΕΚΤ έχει μεγαλύτερη νωθρότητα και προς τις δύο κατευθύνσεις από ό,τι η Fed - ήταν πιο αργή να αντιδράσει όταν ο πληθωρισμός ήταν σε άνοδο και τώρα θέλουν να είναι σίγουροι ότι έχουν κάνει αρκετά για να τον μειώσουν».

Ενώ η εντολή της Fed καλύπτει τόσο τον πληθωρισμό όσο και την απασχόληση, η ΕΚΤ επικεντρώνεται αποκλειστικά στη σταθερότητα των τιμών, έχοντας λιγότερα περιθώρια να μειώσει τα επιτόκια για να στηρίξει την οικονομία. «Η Fed έχει μεγαλύτερη ευαισθησία στην ανάπτυξη και η ανάπτυξη επιβραδύνεται στις ΗΠΑ», δήλωσε ο Schumacher.

Ο Martin Wolburg, senior οικονομολόγος της Generali Investments, είπε πως ανέμενε ότι η ΕΚΤ θα ήταν σκόπιμα προσεκτική στις μειώσεις των επιτοκίων, γι' αυτό και πίστευε ότι η Λαγκάρντ «ήθελε να ρίξει λίγο νερό στο κρασί των εικασιών για μείωση των επιτοκίων».

«Περιμένουν περαιτέρω επιβεβαίωση ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί, για να δουν αν θα υλοποιηθεί κάποιος από τους ανοδικούς κινδύνους που έχουν εντοπίσει και κυρίως για να διαπιστώσουν αν οι μισθολογικές συμφωνίες είναι πολύ ισχυρές», δήλωσε ο Wolburg. «Μου φαίνεται ότι η πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου θέλει να περιμένει μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους».

Η Λαγκάρντ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι μια απόφαση θα είναι «εξαρτώμενη από τα δεδομένα και όχι από τον χρόνο», αντανακλώντας τη συμφωνία των συναδέλφων της μελών του διοικητικού συμβουλίου να μην δώσουν καμία καθοδήγηση σχετικά με τον χρόνο των πιθανών μειώσεων των επιτοκίων.

«Απολύτως καμία ημερολογιακή καθοδήγηση - αυτή ήταν η πλειοψηφούσα γνώμη» δήλωσε ένας συμμετέχων.

«Η ΕΚΤ, ακόμη περισσότερο από ό,τι η Fed, έχει αυτόν τον φόβο ότι δεν θέλει να κάνει πάλι λάθος στον πληθωρισμό, έχοντας υποτιμήσει πόσο ψηλά θα πάει, και αυτός ο φόβος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει στο να είναι και πάλι πίσω από την καμπύλη», δήλωσε ο Carsten Brzeski, επικεφαλής μακροοικονομικών ερευνών στην ING.

Στις ΗΠΑ, η πρωταρχική ανησυχία είναι ότι, απελευθερώνοντας πιο χαλαρές χρηματοπιστωτικές συνθήκες, η Fed υπονομεύει τις ίδιες της προσπάθειές της να θέσει υπό έλεγχο τις πιέσεις στις τιμές, καθώς το χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου διατηρεί την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις προσλήψεις σε υψηλά επίπεδα.

«Καθώς οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες χαλαρώνουν, η έλξη της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία μειώνεται αντίστοιχα», δήλωσε ο Sheets, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. «Οι συνθήκες που ίσχυαν και δημιούργησαν την επιβράδυνση της οικονομίας και τη συγκράτηση του πληθωρισμού αρχίζουν να εξασθενούν».

Πηγή : euro2day.gr / ft.com