Το τσουνάμι των «πράσινων» επενδύσεων και η απειλή φούσκας.

 

Dambisa Moyo*

Ένα τσουνάμι χρήματος οδηγεί τις αποτιμήσεις των μετοχών σε επίπεδα ρεκόρ σε πολλές αγορές, με ώθηση από τα προγράμματα τόνωσης για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της πανδημίας και τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων.

Ιδιαίτερα ωφελημένες από τον «κατακλυσμό» αυτό είναι οι μετοχές που επιλέγουν οι επενδυτές για λόγους που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση (ESG). Το ύψος του υπό διαχείριση ενεργητικού επενδύσεων με την «ταμπέλα» ESG αναμένεται να αυξηθεί στα 50 τρισ. δολάρια ως το 2025 από 35 τρισ. την περασμένη χρονιά, σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg Intelligence.

Η αύξηση των κεφαλαίων που κατευθύνονται σε επενδύσεις με γνώμονα το περιβάλλον δεν αποτελεί από μόνο του κίνδυνο. Αλλά οι μεγάλες ροές κεφαλαίων χωρίς την παραδοσιακή επενδυτική πειθαρχία μπορεί να βλάψουν τις αγορές δημιουργώντας φούσκες και να υπονομεύσει τις προσπάθειες για μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων και ένα μέλλον με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.

Ειδικότερα, η πίεση για επενδύσεις στην «καθαρή ενέργεια» δημιουργεί κίνδυνο για εσφαλμένη κατανομή κεφαλαίων, καθώς οι επενδυτές θέτουν ως προτεραιότητα κοινωνικές ευαισθησίες έναντι της καθαρής επιχειρηματικής λογικής και πειθαρχίας.

Aυτή η προσέγγιση των «επενδύσεων επίδειξης» για τη στήριξη περιβαλλοντικών σκοπών μπορεί να είναι δικαιολογημένη βραχυπρόθεσμα αλλά μπορεί να είναι αντιπαραγωγική μακροπρόθεσμα, για διάφορους λόγους.

Πρώτον, οι μεγάλες, απείθαρχες χρηματοοικονομικές ροές στις ανανεώσιμες μπορεί να οδηγήσουν σε λάθος τιμολόγηση, πληθωρίζοντας την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, με την αγορά να μην έχει αίσθηση της δίκαιης αξίας.

Η στρέβλωση στις αποτιμήσεις των εταιρειών επηρεάζει με τη σειρά της το πως οι εταιρείες στον τομέα εκδίδουν χρέος και μετοχές, πληρώνουν μερίσματα, επανεπενδύουν και αμείβουν τους υπαλλήλους. Μπορεί επίσης να πλήξει τις εξαγορές και συγχωνεύσεις, καθώς αυξάνει το ρίσκο που πληρώνουν οι εταιρείες στις συναλλαγές.

Ήδη, ανεπίσημα στοιχεία καταδεικνύουν ότι start-up στους πρώτους γύρους χρηματοδότησης αποτιμώνται με πολλαπλασιαστές μέχρι 15 φορές τα έσοδα. Οι εισηγμένες εταιρείες στις οποίες έχει επενδύσει το Renewable Energy Producers Exchange Trades Fund αποτιμώνται, συμπεριλαμβανομένου και του χρέους τους, με μέσο πολλαπλασιαστή 17 φορές τα EBITDA, σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία Finerva.

Kαι καθώς η αγορά θέτει σημαντικό premium στα «ανανεώσιμα» στοιχεία ενεργητικού, την ίδια στιγμή αποτιμά με πολύ μεγάλο discount τις παραδοσιακές ενεργειακές πηγές. Από τους 11 τομείς του S&P 500, μόνο η ενέργεια και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας δεν έχουν ανακάμψει ακόμα στα προ πανδημίας επίπεδα.

Ο αμερικανικός τομέας ενέργειας διαπραγματεύεται με τιμή που αντιστοιχεί σε περίπου 13 φορές τα προβλεπόμενα κέρδη για τους επόμενους δώδεκα μήνες, έναντι 20 περίπου φορές για τους υπόλοιπους τομείς του S&P 500. Aυτό εξηγεί ενδεχομένως γιατί ο ενεργειακός τομέας αντιπροσωπεύει μόλις το 2,3% του S&P 500 σήμερα, από 11,3% το 2017. Η τάση αντανακλά εν μέρει πώς οι μεγαλύτεροι επενδυτές – όπως τα πανεπιστημιακά καταπιστεύματα και τα ασφαλιστικά ταμεία – βγαίνουν από τις επενδύσεις αυτές για να επιδείξουν τα περιβαλλοντικά τους διαπιστευτήρια.

Στην ουσία, νέα μοτίβα επενδυτικών ροών σχηματίζονται από ένα νέο δόγμα που λέει πως ότι «είναι ανανεώσιμο είναι σπουδαίο και ότι σχετίζεται με ορυκτά καύσιμα είναι απαίσιο».Ως εκ τούτου, η απόσυρση επενδύσεων από τις παραδοσιακές ενεργειακές εταιρείες και στοιχεία ενεργητικού μπορεί να μειώσει την παγκόσμια προσφορά ενέργειας, να δημιουργήσει ελλείψεις και να οδηγήσει υψηλότερα τον πληθωρισμό. Ουσιαστικά, αυτό θα επιδείνωνε το βιοτικό επίπεδο και θα αύξανε τους ανθρώπους που ζουν σε ενεργητική φτώχεια, οι οποίοι υπολογίζονται ήδη στο 1 δισεκατομμύριο.

H υπεραφθονία χρήματος μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την καινοτομία, καθώς πολλοί επενδυτές δεν είναι πρόθυμοι ούτε έχουν κίνητρο να κατανέμουν κεφάλαιο σε πιο καινοτόμους τομείς που θα ενίσχυαν τις υφιστάμενες ενεργειακές πηγές, όπως η δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα.

Η καινοτομία είναι ζωτικής σημασίας για να επιτύχει η υφήλιος τον στόχο για μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων ως το 2050 και ένα μέρος της πρέπει να είναι η ενίσχυση της βιωσιμότητας των υφιστάμενων ορυκτών καυσίμων.

* Οικονομολόγος και μη εκτελεστική διευθύντρια στην Chevron

Πηγή : euro2day.gr / ft.com