Το μέλλον των τραπεζών και οι νέες προτεραιότητες διεθνώς.

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

Τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες επένδυσαν σημαντικά στην εξέλιξη των λειτουργικών τους μοντέλων και την προσαρμογή σε ένα σύνθετο πλαίσιο κανονιστικών απαιτήσεων, με έμφαση στη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων και τη βελτίωση της κεφαλαιακής τους βάσης.

Σήμερα, ωστόσο, σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας, με σημαντικούς φόβους για μία νέα παγκόσμια ύφεση, οι τράπεζες καλούνται –και πάλι– να μετασχηματιστούν για να διασφαλίσουν το μέλλον τους. Και αυτό το μέλλον φαίνεται να επηρεάζεται, κυρίως, από τέσσερις «οδηγούς».

Ο πρώτος είναι –αναμφισβήτητα– το παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον. Η εξέλιξη της πανδημίας θα κρίνει, εν πολλοίς, την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, το βάθος της ύφεσης, αλλά και την πορεία ανάκαμψης. Αυτό που, όμως, διαφαίνεται αυτήν τη στιγμή, είναι ότι:

α) Tο περιβάλλον χαμηλών/αρνητικών επιτοκίων θα διατηρηθεί αμετάβλητο στο προσεχές μέλλον, παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζικών ιδρυμάτων.

β) Οι οικονομικές πιέσεις θα οδηγήσουν σε νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και θα δημιουργήσουν ανάγκη για νέες προβλέψεις ζημίας.

γ) Η σημαντική μεταβλητότητα της αγοράς, που με βάση και μετρήσεις από σχετικούς δείκτες, έχει ανέβει σε πολύ υψηλά πλέον επίπεδα, επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές δραστηριότητες –κυρίως ιδιωτών– καθώς πολλοί προτιμούν να απέχουν μέχρι να ομαλοποιηθούν οι συνθήκες, πιέζοντας, αντίστοιχα, τα περιθώρια για έσοδα από σχετικές προμήθειες των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Ο δεύτερος, ξεκάθαρος «οδηγός» είναι οι ταχύτατα μεταβαλλόμενες προσδοκίες των πελατών. Οι πελάτες, πλέον, απαιτούν ταχύτητα εξυπηρέτησης, ευκολία στην αλληλεπίδραση, βέλτιστη εμπειρία συνεργασίας με το τραπεζικό ίδρυμα, προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους υπηρεσίες και, τέλος, διαφάνεια. Βραχυπρόθεσμα, προφανώς, καθώς η κρίση θα επηρεάσει, τόσο τους ιδιώτες όσο και τις επιχειρήσεις, βασική προτεραιότητα και ζητούμενό τους θα είναι, επίσης, η στήριξη από τα τραπεζικά ιδρύματα, μέσω νέων χρηματοδοτήσεων ή ρυθμίσεων, ώστε να αντεπεξέλθουν στις νέες, συνδεόμενες με την πανδημία, προκλήσεις.

Ο τρίτος «οδηγός» είναι η περαιτέρω διείσδυση μιας νέας γενιάς ανταγωνιστών. Ψηφιακές τράπεζες, νέο-τράπεζες χωρίς φυσικό δίκτυο, αλλά, κυρίως, οι μεγάλοι παίκτες πληροφορικής που στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε τραπεζικές υπηρεσίες, απειλούν τις υφιστάμενες παραδοσιακές τράπεζες, αποσπώντας, σταδιακά, κερδοφόρες δραστηριότητες. Οι τελευταίοι –οι «τεχνολογικοί γίγαντες»– είναι, μάλλον, και ο σημαντικότερος αναδυόμενος κίνδυνος. Αφενός, διαθέτουν, τόσο τις «βαθιές τσέπες» για να επενδύσουν, όσο και μία ευρύτατη πελατειακή βάση για να εξυπηρετήσουν. Αφετέρου, είναι σαφές ότι χαίρουν και της εμπιστοσύνης των πελατών τους σε ό,τι αφορά την παροχή μιας συστηματικά πολύ καλής εμπειρίας εξυπηρέτησης, την οποία μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν προσφέροντας και νέες τραπεζικές υπηρεσίες.

Τέλος, ο τέταρτος «οδηγός» είναι η προσαρμογή των εποπτικών απαιτήσεων στην αποτελεσματική διαχείριση ενός νέου πλέγματος κινδύνων. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι, κατά βάση, λειτουργικοί και όχι χρηματοοικονομικοί, όπως στο πρόσφατο παρελθόν.

Η κυβερνοασφάλεια, η επιχειρησιακή συνέχεια, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη συνεργασία με κάθε είδους τρίτα μέρη, στο πλαίσιο ενός διαρκώς διευρυνόμενου οικοσυστήματος συνεργασιών, η αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων σχετιζόμενων με το οικονομικό έγκλημα, κ.ά., είναι κάποιοι από τους αναδυόμενους αυτούς κινδύνους.

Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το περίπλοκο περιβάλλον, τα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να εστιάσουν σε τρεις, τουλάχιστον, προτεραιότητες. Ως πρώτη προτεραιότητα κρίνεται η στρατηγική αναδιάρθρωση κόστους και η ανάπτυξη, σε όλα τα στελέχη, μιας κουλτούρας διαχείρισης κόστους, η οποία θα επιτρέψει την εκ των έσω εξοικονόμηση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την επένδυση σε νέες τεχνολογίες. Οι επενδύσεις αυτές, σε λειτουργίες που προσθέτουν αξία, θα επιτρέψουν στην τράπεζα να βελτιώσει την εμπειρία εξυπηρέτησης των πελατών, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική μέσα σε ένα περιβάλλον ταχύτατα εξελισσόμενων προσδοκιών. Ταυτόχρονα, όμως, θα επιτρέψουν στην τράπεζα να προσαρμόσει δραστικά το βασικό κόστος λειτουργίας της, μέσα από την αυτοματοποίηση, ούτως ώστε να παραμείνει βιώσιμη έναντι νέων ανταγωνιστών που εισέρχονται στην αγορά με πολύ χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η ανάπτυξη ενός πλαισίου ολιστικής διαχείρισης των αναδυόμενων μη χρηματοοικονομικών κινδύνων. Και αυτό, όχι διότι εκεί εστιάζει πλέον η τραπεζική εποπτεία, αλλά, κυρίως, γιατί είναι προαπαιτούμενο για την επιτυχή λειτουργία στο νέο περιβάλλον.

Η έμφαση στην πελατοκεντρικότητα και η προσαρμογή της στρατηγικής της τράπεζας σε κάθε τομέα γύρω από τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις και ανάγκες των πελατών, όπως αυτές αναδεικνύονται μέσα από όλες τις έρευνες που διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο, αποτελεί την τρίτη προτεραιότητα.

* Ο κ. Γιώργος Παπαδημητρίου είναι εταίρος της EY Ελλάδος.

Πηγή: kathimerini.gr